φροκάλισμα

φροκάλισμα
το, Ν [φροκαλίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φροκαλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φροκάλισμα — το, ατος το σκούπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροκάλημα — το, Ν [φροκαλώ] φροκάλισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”